φιερός

φιερός
-ή, -όν, Α
ιων. τ. βλ. φιαρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιαρός — και ιων. τ. φιερός, ή, όν, Α 1. λαμπρός, φωτεινός 2. (για το ανθρώπινο σώμα ή για μέλος του) στιλπνός, ζωηρός, εύρωστος 3. (για ζώο) παχύς («ὄρνιθος φιαρῆς», Νικ. Αλεξ.) 4. (ιδίως για την κρέμα τού γάλατος) λιπαρός («φιαρὴν δὲ ποτοῡ ἀποαίνυσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”